πολύαρνος — ον, Α αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολλά πρόβατα, ο πλούσιος σε ποίμνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρνος (< ἀρήν, ἀρνός «αρνί»), πρβλ. εύ αρνος] … Dictionary of Greek
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek
αρνευτήρ — ἀρνευτήρ, ο (Α) 1. ο ακροβάτης 2. ο δύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνευτήρ, σύμφωνα με αρχαία ήδη ετυμολογία της λέξης, ανάγεται στο αρήν, αρνός «πρόβατο», λόγω των κινήσεων των αρνευτήρων («ακροβατών») κατά τις κυβιστήσεις, που έδιναν την εντύπωση ότι… … Dictionary of Greek
εύαρνος — εὔαρνος, ον (Α) 1. πλούσιος σε πρόβατα 2. (για προβατίνα) αυτή που γεννά καλά αρνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άρνος < αρήν, αρνός «αρνί»] … Dictionary of Greek
αρνακίς — ἀρνακίς ( ίδος), η (Α) η προβιά, η κάπα από δέρμα αρνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. με συλλαβική ανομοίωση < *αρνόνακος < αρνο (< αρήν, αρνός) + νάκη «δέρμα, προβιά»] … Dictionary of Greek
μιξεριφαρνογενής — μιξεριφαρνογενής, ές (Α) αυτός που προήλθε από μίξη εντέρων κατσικιού και αρνιού («μιξεριφαρνογενής χορδά», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγννμι */μείγνυμι + ἔριφος «κατσίκι» + ἀρήν, ἀρνός «αρνί» + γενής (< γένος)] … Dictionary of Greek
ρήν — ῥῆνος, ή, Α (ποιητ. τ.) το αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥήν έχει προέλθει κατ απόσπαση από το σύνθ. πολύρρην* (< *πολύFρην), βλ. λ. ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο». Ο τ. μαρτυρείται ουσιαστικά στην αιτ. ῥῆνα (πρβλ. και ῥᾶνα ἄρνα, Ησύχ.) και στη δοτ. πληθ.… … Dictionary of Greek
ύπαρνος — ον, Α 1. αυτός που έχει από κάτω του, δηλαδή θηλάζει, αμνό 2. μτφ. αυτός που θηλάζει βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο»] … Dictionary of Greek
αρνί — το (AM ἀρνίον) 1. το πρόβατο 2. ο άκακος, ο μαλακός 3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος») β) «τον έκανα αρνί» τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα αρχ. μσν. μτφ. ο Ιησούς Χριστός αρχ. η προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του… … Dictionary of Greek
u̯eren- (*su̯eren-) — u̯eren (*su̯eren ) English meaning: ram, sheep, lamb Deutsche Übersetzung: “Widder, Schaf, Lamb” Material: O.Ind. *uran (from *vuran ), acc. *uraṇam, nom. urü, from which uraṇa m. “lamb, aries, ram”, urü f. ‘sheep”, in… … Proto-Indo-European etymological dictionary